δικάσιμον

δικάσιμον
δικάσιμος
judicial
masc/fem acc sg
δικάσιμος
judicial
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δικάσιμος — η, ο (AM δικάσιμος, ον) [δίκασις] Ι. 1. ο προσδιορισμένος για δίκη, αυτός που μπορεί να δικαστεί 2. το θηλ. ως ουσ. η δικάσιμος η ημέρα που καθορίζεται για τη διεξαγωγή τής δίκης το ουδ. ως ουσ. το δικάσιμο (Μ δικάσιμον) κρίση, δίκη μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”